- διαβεβαιωτικός
- διαβεβαιωτικόςaffirmativemasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διαβεβαιωτικός — ή, ό (AM διαβεβαιωτικός, ή, όν) αυτός που διαβεβαιώνει, που πιστοποιεί αρχ. 1. αυτός που αναφέρεται σε ισχυρή βεβαίωση 2. ο βέβαιος … Dictionary of Greek
διαβεβαιωτικά — διαβεβαιωτικός affirmative neut nom/voc/acc pl διαβεβαιωτικά̱ , διαβεβαιωτικός affirmative fem nom/voc/acc dual διαβεβαιωτικά̱ , διαβεβαιωτικός affirmative fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαβεβαιωτικόν — διαβεβαιωτικός affirmative masc acc sg διαβεβαιωτικός affirmative neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαβεβαιωτικοί — διαβεβαιωτικός affirmative masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαβεβαιωτικήν — διαβεβαιωτικός affirmative fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαβεβαιωτικῶς — διαβεβαιωτικός affirmative adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)